- προφυλαχτικός
- -ή, -ό1. αυτός που προφυλάγει ή προφυλάγεται ή είναι κατάλληλος για προφύλαξη: Προφυλαχτικός άνθρωπος.2. το ουδ. ως ουσ., προφυλαχτικό κάθε μέσο για προφύλαξη από κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.